- προδότων
- πρόδοτοςbetrayedmasc/fem/neut gen plπροδίδωμιgive beforehandaor imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Mynasl — Mynasl, Minoidis, geb. in Macedonien, lehrte längere Zeit Philosophie u. Rhetorik; kurz vor dem Ausbruche des Griechischen Freiheitskampfes im Jahre 1821 ging er nach Paris u. wurde von der französischen Regierung zum Dolmetscher der Griechischen … Pierer's Universal-Lexikon
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
Χαϊδάρι — Οικισμός (υψόμ. 100 μ.), έδρα του ομώνυμου δήμου της πρώην επαρχίας Αττικής, του νομού Δυτικής Αττικής στον οποίο υπάγεται και ο Σκαραμαγκάς. X. στρατόπεδο του . Ιδρύθηκε στην περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941 44) από τους Γερμανούς κατακτητές … Dictionary of Greek